H μάχη της 48ωρης
Ο πολυεπίπεδος κατακερματισμός των εργαζομένων στα ΜΜΕ καθιστά τον ορίζοντα πολύ πιο γκρίζο και υπονομεύει τις δυνατότητες ουσιαστικής αντίστασης και απόκρουσης των αντιδραστικών αλλαγών που προωθούνται. Η συγκρότηση ενός μαζικού, ταξικού και ανεξάρτητου από όλους τους μηχανισμούς συνδικάτου όλων των εργαζόμενων στον κλάδο αποτελεί απαίτηση των καιρών και πρέπει να αναδειχθεί σε αίτημα πρώτης γραμμής από το σύνολο της αγωνιστικής και ριζοσπαστικής πτέρυγας του κινήματος.
Το τέλος των αυταπατών
«ΤΣΟΥΝΑΜΙ» ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Καταιγιστικές είναι οι εξελίξεις (και) στον χώρο των ΜΜΕ το τελευταίο διάστημα. Μέσα στους επόμενους λίγους μήνες ή και πολύ πιο σύντομα, το τοπίο θα έχει αλλάξει ριζικά, με τη συμβολή φυσικά των φοβερών και τρομερών όπλων που δίνουν στην εργοδοσία οι αντεργατικοί νόμοι της κυβέρνησης και της τρόικας.
Ενδεικτικό των εξελίξεων είναι το γεγονός ότι, από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα, δύο πολύ γνωστές εφημερίδες έβαλαν λουκέτο: πρόκειται για την Απογευματινή του μεγαλοκατασκευαστή Σαραντόπουλου και το καθημερινό Βήμα της αυτοκρατορίας του ΔΟΛ, η οποία βρίσκεται σήμερα στα χέρια του Ψυχάρη – ο οποίος, λίγο νωρίτερα, είχε σπεύσει να κλείσει τον εκδοτικό οίκο «Ελληνικά Γράμματα». Τα δύο αυτά «κανόνια» ήρθαν να προστεθούν στο κλείσιμο του Ελεύθερου Τύπου της Γιάννας Αγγελοπούλου, το καλοκαίρι του 2009, το οποίο αποτέλεσε ουσιαστικά το καμπανάκι της εκκίνησης μιας περιόδου μεγάλων ανατροπών στον κλάδο.
Πρόκειται για μια περίοδο η οποία, προτού κλείσει, είναι πιθανό να μας επιφυλάσσει μεγαλύτερες εκπλήξεις – όπως, για παράδειγμα, την κατάρρευση της Ελευθεροτυπίας ή/και κάποιου άλλου ιστορικού εντύπου, τη χρεοκοπία του τηλεοπτικού σταθμού Άλτερ και την απαξίωση του Αντένα, η οποία ήδη βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Διόλου δεν αποκλείονται, μάλιστα, και άλλα μπαμ εκεί όπου ελάχιστοι τα περιμένουν ή τα φαντάζονται. Όπως δε εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, όλα αυτά έχουν αυξήσει κατακόρυφα τον αριθμό των ανέργων, τόσο στις τάξεις των δημοσιογράφων όσο και των άλλων ειδικοτήτων.
Ακόμη πιο δραματικές είναι οι εξελίξεις που αφορούν τις συνθήκες και τους όρους εργασίας. Ο ωμός εκβιασμός του Γ. Αλαφούζου προς τους εργαζόμενους του Σκάι να υπογράψουν ατομικές συμφωνίες οι οποίες προβλέπουν μείωση των αποδοχών τους, ακόμη και κάτω από τα επίπεδα των συλλογικών συμβάσεων, ήταν μια κίνηση με πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως οικονομικό στόχο. Διότι αν ο Ελεύθερος Τύπος έπεισε τους ιδιοκτήτες ότι μπορούν να βγάλουν την ίδια εφημερίδα με το μισό προσωπικό, έχοντας πρώτα απολύσει τους υπόλοιπους μέσω λουκέτου, ο Σκάι αποτέλεσε τον προάγγελο της εφαρμογής των νέων εργασιακών σχέσεων και των συμβάσεων σε επίπεδο επιχείρησης, προτού καν κατατεθεί και ψηφιστεί ο σχετικός νόμος της κυβέρνησης – σύμφωνα με τον οποίο, παρεμπιπτόντως, οι ατομικές συμφνωίες στον Σκάι είναι παράνομες.
Έτσι, σε λίγο καιρό, χιλιάδες εργαζόμενοι θα αναπολούν ως μακρινό παρελθόν τα «προνόμια» που απολάμβαναν (ή νόμιζαν ότι απολάμβαναν) στον θαυμαστό κόσμο των ΜΜΕ. Η εποχή των αυταπατών έχει τελειώσει οριστικά. Ήρθε η ώρα για τον καθένα να διαλέξει με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει.
Μεγαλοεκδότες: «Θα χυθεί αίμα»
Ηδη, πολύ πριν το καλοκαίρι, αρκετοί μεγαλοεκδότες και καναλάρχες προειδοποιούσαν ότι «από τον Σεπτέμβριο θα χυθεί πολύ αίμα». Βεβαίως, κάποιοι από αυτούς επέλεξαν να παρατείνουν μέχρι τότε την περίοδο της φαινομενικής γαλήνης, για να εξαπολύσουν στη συνέχεια την επίθεσή τους. Ορισμένοι άλλοι φρόντισαν να προετοιμάσουν το έδαφος κατάλληλα, προχωρώντας σε ανύποπτο χρόνο σε επιλεγμένες (αν και όχι λίγες) απολύσεις και μειώσεις μισθών, χωρίς να δημιουργούν την εικόνα ενός γενικευμένου πογκρόμ – με αποτέλεσμα, σήμερα, να έχουν πετύχει περισσότερα, προκαλώντας συγκριτικά λιγότερες αντιδράσεις.
Ούτως ή άλλως, πάντως, η ώρα της αλήθειας έχει φτάσει. Οι πάντες το γνωρίζαμε και αρκετοί, σε πολλά σημεία, προβλέπαμε και περιγράφαμε με θαυμαστή (όπως αποδεικνύεται σήμερα) σαφήνεια τι συνέπειες που θα έχει. Παρ’ όλα αυτά, η συντριπτική πλειοψηφία πιάστηκε σχεδόν στον ύπνο και αιφνιδιάστηκε από το «μπλίτζκριγκ» που εξαπέλυσαν τα αφεντικά. Ακόμη και οι πιο πρωτοπόροι αγωνιστές, που όλο το προηγούμενο διάστημα διατυμπάνιζαν την ανάγκη συγκέντρωσης δυνάμεων και προετοιμασίας για τον επερχόμενο πόλεμο, δεν βρέθηκαν σε καλύτερη θέση. Όσο για τις συνδικαλιστικές ενώσεις του χώρου – για την ακρίβεια, τις περισσότερες από αυτές – η γύμνια τους όχι απλώς αναδείχθηκε, αλλά είναι τρομακτικά αποκρουστική.
Ασφαλώς, υπάρχουν εξηγήσεις και ελαφρυντικά (αν και όχι άλλοθι) για όλα αυτά. Εδώ, άλλωστε, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο τυχαίο κλάδο, αλλά με μια αυτοκρατορία η οποία αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του αστικού συστήματος, με καίριο ρόλο τόσο στις πολιτικές ανακατατάξεις όσο και στην προσπάθεια «κατασκευής υπηκόων», οι οποίοι θα δέχονται πιο εύκολα τα κάθε είδους μνημόνια και τους μικρούς και μεγάλους καθημερινούς βιασμούς της ζωής τους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος – πολύ περισσότερο από την εύκολη κερδοφορία των περασμένων ετών και τη δυνατότητα ανάπτυξης παράλληλων και ημι-παράνομων δραστηριοτήτων – που έκανε την αφρόκρεμα της ελληνικής ολιγαρχίας να εμπλακεί ενεργά στα ΜΜΕ, κυριαρχώντας εξαρχής σε αυτά.
Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι που απολύονται, εκβιάζονται ή απλώς συμμετέχουν σε συνελεύσεις και καλούνται να ψηφίσουν υπέρ της μιας ή της άλλης πρότασης, έχουν συνείδηση ότι απέναντί τους δεν βρίσκεται ένα οποιοδήποτε αφεντικό, αλλά ο Ψυχάρης, ο Μπόμπολας, ο Αλαφούζος, ο Βαρδινογιάννης. Με άλλα λόγια, τα ισχυρότερα «τζάκια» του ελληνικού κεφαλαίου, μαζί με το πολυάριθμο και καλοπληρωμένο επιτελείο τους, που δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσμενή συσχετισμό δύναμης.
Τα όσα συνέβησαν στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη τις τελευταίες 100 περίπου δραματικές ημέρες είναι αποκαλυπτικά. Τον Σεπτέμβριο, ο Ψυχάρης ανάγκασε τους δημοσιογράφους του Βήματος να καταγγείλουν την 48ωρη απεργία της ΕΣΗΕΑ, με δύο εκβιαστικά επιχειρήματα: Πρώτον, ότι οι απολύσεις που είχαν γίνει ως τότε αφορούσαν μόνο διοικητικούς και ο ίδιος εγγυούνταν προσωπικά ότι δεν θα πειραχτούν οι δημοσιογράφοι. Και δεύτερον, ότι εάν πραγματοποιούνταν η απεργία, θα έκλεινε το Βήμα – μάλιστα, είχε ετοιμάσει και σχετικό πρωτοσέλιδο.
Η υποχώρηση εκείνη το μόνο που κατάφερε ήταν να δώσει στους μελλοθάνατους μια δίμηνη περίπου παράταση ζωής. Διότι τον Δεκέμβριο, ο «εγγυητής» έκλεισε το Βήμα και προχώρησε στις απολύσεις και δημοσιογράφων – και δη, των περισσότερων από όσους είχαν αντιταχθεί και αντισταθεί ενεργά στα σχέδιά του. Τότε, προς στιγμήν, οι αυταπάτες έδωσαν τη θέση τους στην σκληρή πραγματικότητα και οι εργαζόμενοι έδειξαν να κάνουν στροφή, στηρίζοντας την αγωνιστική εκδοχή – κάτι που αποτυπώθηκε κυρίως στην ανάκληση των απολύσεων και τη μεγάλη συνέλευση που πραγματοποίησαν, δύο 24ωρα μετά το λουκέτο.
Η αναλαμπή αυτή, όμως, αποδείχθηκε προσωρινή, όπως και η ανάκληση. Σε μία ακριβώς εβδομάδα, ο Ψυχάρης ανακοίνωσε εκ νέου τις απολύσεις, ενώ οι εργαζόμενοι «άδειασαν» ουσιαστικά τον εκπρόσωπό τους σε νέα συνέλευση. Το επιχείρημα που κατά κόρον και με επιτυχία χρησιμοποίησαν οι εργοδοτικοί ήταν ότι κάποιοι ανταγωνιστές, με τις εκκλήσεις για μποϊκοτάζ του κυριακάτικου Βήματος, επιδιώκουν να κλείσει συνολικά το συγκρότημα και να χάσουν όλοι την δουλειά τους. Ωστόσο, θα ήταν αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι κάτι τέτοιο θα περνούσε εάν ο φόβος, οι αυταπάτες και η τάση συμβιβασμού και υποταγής δεν εξακολουθούσαν να είναι τόσο ισχυρές σε μεγάλο μέρος των εργαζομένων του ΔΟΛ – ειδικά δε στα Νέα, που σε καμία στιγμή δεν συμπαραστάθηκαν ενεργά στους συναδέλφους τους από το Βήμα, θεωρώντας προφανώς ότι οι ίδιοι είναι «αθάνατοι».
Κάτι ανάλογο εκτυλίσσεται αυτό το διάστημα και στα περισσότερα άλλα μέσα, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ελευθεροτυπίας. Στην πιάτσα των ΜΜΕ, είναι γνωστό εδώ και μήνες ότι η πάλαι ποτέ «εφημερίδα των εργαζομένων» αντιμετωπίζει σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Κυκλοφορεί δε ευρέως, με πηγές που (για ευνόητους λόγους) προέρχονται κυρίως από τους εργοδοτικούς κύκλους, ότι το κλείσιμό της είναι ζήτημα μηνών ή και εβδομάδων.
Από την πλευρά της, η ιδιοκτήτρια Τεγοπούλου διαψεύδει επισήμως αυτές τις φήμες. Μάλιστα, την ώρα που οι περισσότεροι μεγάλοι εκδότες ζητούν από τις συνδικαλιστικές ενώσεις να συνομολογίσουν στο έγκλημα, εγκρίνοντας τις μειώσεις μισθών και τις απολύσεις, η ίδια τις καλεί να υπογράψουν άμεσα νέα σύμβαση με πιο δελεαστικούς όρους, καθώς ναι μεν δεν θα δώσει αυξήσεις ούτε το 2010 (που τελειώνει) ούτε το 2011, όμως εγγυάται ότι δεν θα θίξει τις συλλογικές συμβάσεις, θα διατηρήσει τις θέσεις εργασίας και δεν θα προχωρήσει σε «ομαδικές απολύσεις» – πέρα, φυσικά, από τις περίπου 40 που έχει κάνει το προηγούμενο διάστημα.
Σε όλα αυτά πρέπει κανείς να προσθέσει μια λεπτομέρεια: η ίδια απαιτεί από τις ενώσεις να την εξαιρέσουν από τις απεργιακές κινητοποιήσεις, διότι σε διαφορετική περίπτωση απειλεί ότι θα προχωρήσει σε λοκ-άουτ, δηλαδή θα κλείσει την εφημερίδα. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι η εξαπάτηση την οποία υπέστησαν οι εργαζόμενοι του Βήματος θα είχε δώσει ένα μάθημα σε όλους, οι συνάδελφοί τους στην Ελευθεροτυπία, μέσα από τη δική τους συνέλευση, πιέζουν την ΕΣΗΕΑ να δεχθεί τους όρους της εκδότριας και να κηρύξει εργασιακή ειρήνη στο δικό τους μαγαζί και επανάσταση στα άλλα, που δεν συμφωνούν με τους συγκεκριμένους όρους.
Παρόμοια ήταν η εικόνα που επικράτησε και σε δύο μεγάλα κυριακάτικα φύλλα: το Πρώτο Θέμα του Αναστασιάδη και τη Ρίαλ Νιουζ του Χατζηνικολάου. Εκεί, με δικές τους συνελεύσεις, οι εργαζόμενοι αποκήρυξαν την 48ωρη απεργία της 17ης-18ης Ιανουαρίου, με το επιχείρημα ότι τα μέσα στα οποία εργάζονται δε έχουν κάνει απολύσεις ή μειώσεις, ενώ οι εργοδότες τους διαβεβαιώνουν ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα ούτε το 2011 – αν και οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτό μπορεί να ανατραπεί από τη μία μέρα στην άλλη, με βάση τις γενικότερες εξελίξεις.
Ο πολυεπίπεδος κατακερματισμός των εργαζομένων στα ΜΜΕ – ανάμεσα σε δημοσιογράφους και «άλλους», ανάμεσα στα διάφορα μαγαζιά, ανάμεσα στα μέλη και μη μέλη των ενώσεων-συντεχνιών, ανάμεσα στα μπλοκάκια και τα μισθολόγια, ανάμεσα στους προνομιούχους του ΕΔΟΕΑΠ (ταμείο ασφάλισης) και τα λεγόμενα «νέα μέσα» που ασφαλίζουν τους υπαλλήλους τους στο ΙΚΑ – καθιστά τον ορίζοντα πολύ πιο γκρίζο και υπονομεύει τις δυνατότητες ουσιαστικής αντίστασης και απόκρουσης των αλλαγών που προωθούνται. Επίσης, διευκολύνει τα αφεντικά των ΜΜΕ να βάλουν σε εφαρμογή πιο γρήγορα τα σχέδια που έχουν για την επόμενη μέρα, όπου θέλουν να είναι παρόντα και κυρίαρχα, μην έχοντας απέναντί τους τα ενοχλητικά δικαιώματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Την ίδια στιγμή, όμως, η κατάσταση αυτή αναδεικνύει και την μεγάλη αναγκαιότητα να δηιουργηθούν νέες μορφές οργάνωσης των εργαζομένων στη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης, καθώς οι υπάρχουσες δεν είναι απλώς παλιές, γραφειοκρατικές και σκουριασμένες, αλλά έχουν μετατραπεί πρακτικά σε σύμμαχο των εργοδοτών και του κράτους, σε οργανικό τμήμα του αντιδραστικού μηχανισμού των ΜΜΕ. Κι αυτό είναι κάτι που δεν αναιρείται από την τακτική επιλογή της ανοχής στην ΕΣΗΕΑ και τις άλλες ενώσεις σε αυτή τη φάση, στο όνομα της ύπαρξης θεσμικά ενός φορέα ο οποίος θα είναι σε θέση να διαπραγματεύεται την υπογραφή κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Το αίτημα της συγκρότησης ενός μαζικού, ταξικού και ανεξάρτητου από όλους τους μηχανισμούς συνδικάτου όλων των εργαζόμενων στα ΜΜΕ αποτελεί απαίτηση των καιρών και πρέπει να αναδειχθεί σε αίτημα πρώτης γραμμής από το σύνολο της αγωνιστικής, ριζοσπαστικής πτέρυγας του κινήματος. Η καθυστέρηση είναι ήδη μεγάλη, όμως η παράτασή της μπορεί να αποδειχθεί εγκληματική.
Η κρίση γεννά νέες μορφές οργάνωσης
ΕΚΔΗΛΩΝΟΝΤΑΙ, ΗΔΗ, ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΜΜΕ
Η μεγάλη κρίση στα ΜΜΕ και η πρωτοφανής σε έκταση και αγριότητα επίθεση που έχει εξαπολυθεί απέναντι στους εργαζόμενους, έχει φέρει ορμητικά στην επιφάνεια έντονες αναζητήσεις και διεργασίες, ενώ παράλληλα έχει γεννήσει τα πρώτα εγχειρήματα δημιουργίας νέων μορφών οργάνωσης και δράσης, έστω κι αν ακόμη βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο. Η προκλητική αδράνεια και ο ρόλος που διαδραματίζει η πλειοψηφία του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ σε αυτή την κρίσιμη φάση και με τη μειοψηφία να φέρει επίσης σοβαρότατες ευθύνες, δημιουργεί ένα κενό το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί κι αυτό είναι κάτι που θα γίνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όσο για τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε και προκηρύχθηκε η (απολύτως αναγκαία) 48ωρη απεργία της 17ης και 18ης Δεκεμβρίου –συνειδητά δεν ελήφθη καμία μέριμνα για την περιφρούρηση και τη μη κυκολοφορία των κυριακάτικων φύλλων, με αποτέλεσμα η απεργία να σπάσει στην πράξη– αποτέλεσε ένα ακόμη βήμα της ΕΣΗΕΑ και άλλων ενώσεων προς τον γκρεμό.
Σε αυτό το φόντο, η αναβάθμιση του ρόλου των συνελεύσεων (έστω κι αν, σε αυτή τη φάση, ενισχύεται και από το εργοδοτικό στρατόπεδο, που αισθάνεται ότι διαθέτει την υπεροχή) και η μαζική συμμετοχή του κόσμου σ’ αυτές, είναι ενδεικτική των διεργασιών που συντελούνται και θα αποτελέσουν το βασικό πεδίο στο οποίο θα διαξαχθεί η αναμέτρηση το επόμενο διάστημα. Οι όποιες αποτυχίες δεν μπορεί να αποπροσανατολίζουν κανέναν: H μάχη θα δοθεί εκεί ή δεν θα δοθεί καθόλου. Όσο για τις τάσεις που επιδιώκουν τη δημιουργία «περιοδευόντων θιάσων» οργισμένων αγωνιστών, οι οποίοι θα κάνουν εντυπωσιακές παρεμβάσεις αλλά δεν θα είναι γειωμένοι στον καθημερινό προβληματισμό των μαγαζιών, είναι καταδικασμένες να μην πάνε μακριά και πάντως να μη μπορούν να δώσουν πραγματικές ελπίδες νίκης.
Στα «παιδιά» αυτής της περιόδου συγκαταλέγονται η εργασιακή επιτροπή που συγκροτήθηκε στον ΔΟΛ και επέβαλε την παρουσία της κυριολεκτικά δια πυρός και σιδήρου (ανάλογες προσπάθειες εκδηλώνονται ήδη και σε άλλα συγκροτήματα), η πρωτοβουλία δεκάδων μελών του μεικτού συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ που ήδη έχει προχωρήσει σε αρκετές αξιόλογες παρεμβάσεις και αποτελεί σημείο αναφοράς, καθώς και η Διακλαδική Πρωτοβουλία εργαζομένων και ανέργων η οποία έχει ήδη αρκετές δραστηριότητες στο ενεργητικό της ενώ την Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου κυκλοφόρησε και το πρώτο φύλλο της εφημερίδας της. Η στήριξη και ενεργός συμμετοχή του κόσμου του αγώνα σε αυτά τα σχήματα είναι αναγκαία και μπορεί να δώσει διεξόδους και απαντήσεις.
ΝΕΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ
Ο 20ετής κύκλος και τα «νέα μέσα»
ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Ουσιαστικά, σήμερα κλείνει ο κύκλος που άνοιξε πριν από μια εικοσαετία, με την ορμητική εισβολή των ιδιωτών στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Στη διάρκειά της, δημιουργήθηκε μια «φούσκα μέσα στη φούσκα», με βασική ευθύνη των αφεντικών του κλάδου – τα οποία σώρευσαν πλούτο και συγκέντρωσαν απίστευτη πολιτική και επιχειρηματική ισχύ, ταυτόχρονα όμως οδήγησαν στην απαξίωση της δημοσιογραφίας και των προϊόντων τους, ενώ ενεπλέκησαν σε ένα άγριο και πανάκριβο ανταγωνισμό μεταξύ τους με στόχο την κυριαρχία στο (μέχρι πρότινος) Ελντοράντο των ΜΜΕ.
Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές και κερδισμένοι αυτής της περιόδου είναι ταυτόχρονα οι πραγματικοί υπεύθυνοι για την σημερινή εικόνα του κλάδου: Aπό μηχανή κερδοφορίας και ξεπλύματος μαύρου χρήματος έχει μετατραπεί σε μαύρη τρύπα χρεών, ενώ από πηγή πληροφόρησης και ενημέρωσης έχει μετεξελιχθεί σε μηχανισμό απολύτως κατευθυνόμενης προπαγάνδας και εκτέλεσης πολιτικών συμβολαίων, με στόχο την επιβολή της κυρίαρχης πολιτικής της αστικής τάξης και την τιθάσευση όλων ανεξαιρέτως των διαφωνούντων.
Τώρα, όλοι αυτοί επιχειρούν να αναμορφώσουν το τοπίο προς όφελός τους. Ανάμεσα στα άλλα, αχόρταγοι όπως ήταν πάντα, διεκδικούν ακόμη και τώρα παροχές από την κυβέρνηση, ενώ την ίδια στιγμή απολύουν εκατοντάδες και μειώνουν τους μισθούς. Κι αυτή η κυβέρνηση, όπως πάντα, δεν τους χαλάει το χατήρι – γνωρίζοντας, εκτός των άλλων, ότι τα ΜΜΕ είναι σήμερα, μαζί με τους μηχανισμούς καταστολής, τα πιο σταθερά της στηρίγματα. Έτσι, τους τάζει εκατομμύρια από το ΕΣΠΑ, αναστέλλει (όπως φαίνεται) την επιβολή ειδικής εισφοράς 20% στις τηλεοράσεις, τους μειώνει το συντελεστή φορολόγησης από 24% σε 20% (όπως με όλες τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα), συνεχίζει να κάνει τα... στραβά μάτια στις απλήρωτες εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και πολλά ακόμη.
Όσο για το δικαίωμα στην ενημέρωση, που θεωρητικά θα έπρεπε στην εποχή του Ίντερνετ και των νέων τεχνολογιών να υπηρετείται πολύπλευρα, αποτελεί το μεγάλο θύμα όλης αυτής της εικοσαετίας – μαζί, φυσικά, με τους χιλιάδες εργαζόμενους οι οποίοι βλέπουν την ανεργία να ξεπροβάλει απειλητική πίσω από το κατεστραμμένο κάστρο των αυταπατών τους. Ο καθημερινός βιασμός των συνειδήσεων, της λογικής και του πολιτισμού από τα αποκρουστικά δελτία ειδήσεων (κρατικά και ιδιωτικά), τα δεκάδες σήριαλ και ριάλιτι-εκτρώματα (εγχώρια και εισαγόμενα), δημιουργούν ένα εφιαλτικό τοπίο, διαστρεβλώνοντας συστηματικά την πραγματικότητα.
Η ανάγκη να βρεθούν τρόποι και δρόμοι που θα αποκαταστήσουν τη ροή της ενημέρωσης προς τα λαϊκά στρώματα είναι σήμερα, στην εποχή του Γιωργάκη, του μνημονίου και της τρόικας, πιο επιτακτική από ποτέ. Αναμφίβολα δε, η ευθύνη των επαγγελματιών του χώρου, δηλαδή των εργαζομένων στα ΜΜΕ, είναι μεγάλη και ο ρόλος που πρέπει να αναλάβουν σε αυτή την προσπάθεια καθοριστικός. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο να γίνει εξαντλητική και συγκεκριμένη συζήτηση για το εάν και μέχρι πού υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης και αλλαγής των συσχετισμών στο σημερινό καταθλιπτικό τοπίο των ΜΜΕ.
Σε κάθε περίπτωση δε, είναι εξίσου αναγκαίο να ανοίξει συγκροτημένα η συζήτηση γύρω από τη δυνατότητα δημιουργίας «νέων μέσων», που θα εξυπηρετούν τις σύγχρονες και αυξημένες ανάγκες ενημέρωσης και επικοινωνίας. Μόνο που εδώ, η ευθύνη είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν μπορούν να την σηκώσουν μόνο οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ. Πρέπει να γίνει υπόθεση του ίδιου του εργατικού κινήματος – όπως ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και η υγεία.
εφημερίδα ΠΡΙΝ, 17.12.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου