Η ηγεσία του ΚΚΕ πήρε δημόσια θέση στην επιστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με ολοσέλιδο άρθρο στον Ριζοσπάστη, το Σάββατο 24 Μαρτίου 2012.
H Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην επιστολή της, ανέφερε ότι «εκτιμώντας το βάθος της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τα τεράστια προβλήματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας αλλά και το ότι ωριμάζουν κρίσιμες κοινωνικές και ταξικές αναμετρήσεις», ζήτησε «άμεσα συνάντηση αντιπροσωπειών, για μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων πάνω στα εξής δυο ζητήματα»:
«Πρώτο: Για το συντονισμό, στον ανώτερο δυνατό βαθμό, της δράσης των δυνάμεών μας για την πολιτική υπεράσπιση, την αγωνιστική ταξική αλληλεγγύη και τη νίκη κρίσιμων αγώνων, (όπως των εργαζομένων της Ελληνικής Χαλυβουργίας, στον χώρο των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και αλλού). Για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην διαδήλωση και την οργανωμένη περιφρούρηση της δράσης του εργατικού – λαϊκού κινήματος, από τις επιθέσεις των δυνάμεων της εργοδοσίας, της κυβέρνησης, του κράτους, των μηχανισμών τους, των αστικών μέσων ενημέρωσης και του δικαστικού συστήματος.
Δεύτερο: Για τη σταθερή κοινή δράση των δυνάμεών μας στο μαζικό κίνημα, με προοπτική να συγκροτηθεί ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ, της κυβέρνησης Παπαδήμου – ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και κάθε διάδοχης διαχειριστικής κυβέρνησης του κεφαλαίου, από το εργατικό και λαϊκό κίνημα.»
Η Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκτιμά σαν θετικό το γεγονός ότι για πρώτη φορά η ηγεσία του ΚΚΕ τοποθετείται με σοβαρότητα σε μια γενικότερη πολιτική πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στα τρία χρόνια της ύπαρξής της. Ο χαρακτήρας και το ύφος του άρθρου δείχνουν ένα πρώτο μικρό βήμα υπέρβασης της προηγούμενης στείρας αντιπαράθεσης και ορισμένες φορές, της εχθρικής αντιμετώπισης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Στην ουσία, το άρθρο εγκαινιάζει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, ένα είδος δημόσιου διαλόγου. Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν απαντά γιατί αρνήθηκε «συνάντηση αντιπροσωπειών για μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων», όπως καλούσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πιστεύουμε ότι αυτή η άρνηση δύσκολα δικαιολογείται με τις υπαρκτές «στρατηγικές διαφορές» μεταξύ των δυο αριστερών δυνάμεων.
Η άρνηση γεννά ακόμη μεγαλύτερες απορίες, όταν είναι γνωστό σε όλη την ελληνική κοινωνία, ότι κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ συναντιούνται με εκπροσώπους του αστικού κόσμου για ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων, όπως είναι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι πρωθυπουργοί και οι αρχηγοί του δικομματισμού ή με συνδικαλιστές του αγωνιστικού ρεφορμισμού.
Για τα ουσιαστικά επιχειρήματα της ηγεσίας του ΚΚΕ, η ΚΣΕ σημειώνει τα εξής:
Πρώτο: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει κοινή δράση στο μαζικό κίνημα κι όχι «πολιτική συμμαχία από τα πάνω», όπως λαθεμένα και σκόπιμα ή όχι, αναφέρει το άρθρο της ηγεσίας του ΚΚΕ. Οι συναντήσεις «από τα πάνω» στόχο έχουν να διευκολύνουν και να οργανώσουν μια μόνιμη κοινή δράση «από τα κάτω» για να αποσπάσουμε την πρωτοβουλία από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ-συμβιβασμένων ομοσπονδιών και να οργανωθούν νικηφόροι, ταξικά ενωτικοί αγώνες. Τα όποια θετικά παραδείγματα κοινής δράσης με Εργατικά Κέντρα κ.α., αναφέρονται στο άρθρο δεν αναιρούν, αντίθετα ενισχύουν την ανάγκη ακόμα μεγαλύτερης, σταθερής και ουσιαστικότερης κοινής δράσης της Αριστεράς μέσα στο κίνημα για την κλιμάκωση των αγώνων, την οργάνωση και το συντονισμό τους από τα κάτω, ενάντια στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.
Επίσης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν προτείνει ένα «ενιαίο πολιτικό κέντρο», όπως αναφέρει το άρθρο. Προτείνει ένα «δημοκρατικό, πολυτασικό αλλά πάνω από όλα ενιαίο κέντρο πάλης» του ταξικού μαζικού κινήματος «για τον πολύμορφο, πολύχρονο και περίπλοκο αγώνα κατά της επίθεσης». Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί «στρατηγική συμφωνία διεξόδου», όπως ισχυρίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ. Προϋποθέτει όμως, σταθερή κοινή δράση των αριστερών και ταξικών δυνάμεων και πράγματι, ένα ορισμένο, κατώτατο επίπεδο «δεσμεύσεων», το οποίο είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε.
Δεύτερο: στο ερώτημα του άρθρου, «τι θα έλθει μετά την ανατροπή της κυβέρνησης και της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απαντά ότι θα έλθει μια εκρηκτική άνοδος της υλικής δύναμης και της αυτοπεποίθησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, μια ανατροπή των πραγματικών συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας, σε όφελος και όλων των αριστερών δυνάμεων. Θα έλθει μια νέα ιστορική περίοδος προσέγγισης της επαναστατικής διαδικασίας από τις ίδιες τις εργαζόμενες μάζες.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιστεύει ότι δεν θα προσεγγίσουμε την επαναστατική αλλαγή της εξουσίας και ιδιοκτησίας μέσα από τη στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου που θα οδηγήσει προς την «λαϊκή εξουσία», ούτε μόνο με την κοινοβουλευτική «ενίσχυση του κόμματος», όπως περίπου προτείνει η ηγεσία του ΚΚΕ.
Τρίτο: Οι «πολιτικοί άξονες» που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι εκείνο το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πλαίσιο διεκδικήσεων που πιστεύουμε ότι πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων. Είναι «πολιτικοί στόχοι» που συγκρούονται με το κεφάλαιο, τη στρατηγική και την ιδιοκτησία του και δεν είναι «πολιτικοί στόχοι εντός του συστήματος», όπως υποστηρίζει το άρθρο.
Την ίδια στιγμή, μπορούν να ενώσουν ταξικά και αγωνιστικά τους εργαζόμενους. Υποστηρίζουμε ότι στο σύνολό τους και σταθερά μπορούν να εφαρμοστούν μόνο από μια επαναστατική εξουσία και κυβέρνηση των εργαζομένων. Ωστόσο, ριζοσπαστικές κατακτήσεις μπορεί να επιβληθούν εν μέρει και σχετικά σε αστικές ή μικροαστικές κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, κάτω από το μαζικό εκβιασμό ενός ενωτικού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, με καρδιά ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα -όπως επιβλήθηκε για παράδειγμα το 8ωρο και μάλιστα σε συνθήκες μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων του παρελθόντος.
Πουθενά δεν «βγαίνει από τα συμφραζόμενα», ούτε από την επιστολή, ούτε από τις προγραμματικές θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι απαιτείται «προφανώς μια κυβέρνηση διαχείρισης», όπως σκόπιμα διαστρεβλώνει το άρθρο του Ριζοσπάστη, επιχειρώντας να χρεώσει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά διαχειριστικές ή φιλο-ΕΕ θέσεις άλλων δυνάμεων, ευχής έργο θα ήταν η συμβολή και του ΚΚΕ στην ηγεμονία των αντικαπιταλιστικών αντιιμπεριαλιστικών και διεθνιστικών θέσεων μέσα στην Αριστερά και στο μαζικό κίνημα.
Τέταρτο: εκτίμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι η πρότασή της για μια κοινή αριστερή δράση στα πλαίσια ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής δεν «ακυρώνει στην πράξη» καμία «στρατηγική για το σοσιαλισμό» και κανενός κόμματος της Αριστεράς. Αντίθετα, δηλώσαμε ότι: «…επιβάλλει την αυτοτέλεια της κάθε ξεχωριστής δύναμης. Το ΚΚΕ μπορεί να προβάλει την προοπτική της "λαϊκής εξουσίας και οικονομίας". Ο ΣΥΡΙΖΑ, την "αριστερή προοδευτική κυβέρνηση". Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα προβάλει τη δική της προοπτική: την κοινωνική επανάσταση και τη νέου τύπου εργατική εξουσία προς το σοσιαλισμό και κομμουνισμό της εποχής μας». Η εργατική τάξη και ο λαός, μέσα από την εμπειρία των αγώνων τους, θα αποφασίσουν ποια προοπτική είναι η πιο σωστή.
Τέλος, υπογραμμίζουμε ότι το άρθρο της ηγεσίας του ΚΚΕ στο Ριζοσπάστη αποσιωπά το πρώτο σκέλος της πρόσκλησης για συνάντηση.
Όπως ήδη δήλωσε η ΚΣΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα επιμείνει πολύμορφα στην κατεύθυνση της συμβολής και της κοινής αριστερής δράσης για τη συγκρότηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, παρά τις δυσκολίες. Πιστεύουμε ότι αυτή θα επιτευχθεί αργά ή γρήγορα κάτω από την πίεση των αναγκών του κινήματος, των πρωτοπόρων αγωνιστών και της ίδιας της βάσης όλων των αριστερών δυνάμεων.
Το άρθρο της ηγεσίας του ΚΚΕ στο Ριζοσπάστη (Σάββατο 21/3/2012, σελ. 12):
Με αφορμή την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για «κοινή δράση της Αριστεράς»
Με επιστολή της προς το ΚΚΕ (και τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως η ίδια λέει), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ζητάει συνάντηση «με στόχο τη συγκρότηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των κυβερνήσεών τους».
Σύμφωνα με το ΠΡΙΝ (11/3/2012), που δημοσιεύει σχετικό ρεπορτάζ, «υπό το βάρος της ιστορικού χαρακτήρα, γενικευμένης και σαρωτικής επέλασης του κεφαλαίου σε όλα τα μέτωπα, που γνωρίζει νέα κορύφωση (...) οι ηγεσίες όλης της Αριστεράς επωμίζονται με ιστορικές ευθύνες».
Σύμφωνα με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, «την αναγκαιότητα για ένα μέτωπο αγώνα, που θα συνενώνει τις αγωνιστικές και ταξικές μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων και του λαού σε μια ενιαία πολιτική κατεύθυνση ανατροπής, υπογραμμίζουν με δραματικό τρόπο οι τελευταίες εξελίξεις (...) Η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ δεν μπορούν, από τη γραφειοκρατική και ταξικά συμβιβασμένη φύση τους, να οδηγήσουν το εργατικό κίνημα στη νίκη. Από εκεί και πέρα, ο καθένας μόνος του δεν φτάνει. Οπως έδειξε η εμπειρία, δεν μπορεί να σταματήσει την επίθεση μόνο του το ΠΑΜΕ, ούτε ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων, ούτε κάποιες μαχόμενες ομοσπονδίες, όπως η ΠΟΕ-ΟΤΑ, παρά τον επιμέρους ηρωικό αγώνα τους. Χρειάζεται δημοκρατικό, πολυτασικό αλλά πάνω από όλα ενιαίο κέντρο πάλης για τον πολύμορφο, πολύχρονο και περίπλοκο αγώνα κατά της επίθεσης. Για ένα τέτοιο ενιαίο κέντρο αγώνα, απαραίτητη είναι η κοινή δράση της Αριστεράς. Χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει προοπτική νίκης».
Σε άλλο σημείο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημειώνει: «Οι πολιτικοί "άξονες" για την κοινή αριστερή και αγωνιστική δράση που προτείνει σε ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, στην ανατρεπτική Αριστερά και σε όλα τα αγωνιζόμενα ρεύματα και δυνάμεις, είναι οι παρακάτω: Ανατροπή των μνημονίων, των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους. Εθνικοποίηση - κρατικοποίηση όλων των τραπεζών και των μεγάλων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο. Εξοδος από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ. Ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή εργασία με αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, εισόδημα εργαζομένων και λαού σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου».
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει μια πολιτική συμμαχία από τα πάνω, με συμφωνία σε επιμέρους στόχους πάλης, φάσκοντας και αντιφάσκοντας. Λέει ότι χρειάζεται η συγκρότηση «ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των κυβερνήσεών τους». Καλεί κόμματα να συμμαχήσουν για την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου και της κυβέρνησης. Τι θα έλθει μετά την ανατροπή της κυβέρνησης και της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου; Αλλη κυβέρνηση; Ποια; Και με ποιο πρόγραμμα; Τους στόχους που παρατάσσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Τι θα γίνει με την καπιταλιστική ιδιοκτησία;
Πιο κάτω όμως η πρόταση συμμαχίας, λέει ότι γίνεται για το μαζικό κίνημα. Να τι λέει: «Ενα μέτωπο αγώνα, που θα συνενώνει τις αγωνιστικές και ταξικές μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων και του λαού σε μια ενιαία πολιτική κατεύθυνση ανατροπής».Μ' αυτήν την αντιφατικότητα προσπαθεί να ξεπεράσει το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει στρατηγική συμφωνία διεξόδου, ανάμεσα σε κόμματα που θέλουν κυβέρνηση και μάλιστα εντός Ευρωζώνης, όπως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ που καλεί την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα σε πάλη για ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, για την εργατική εξουσία.
Για να το ξεπεράσει, και να συγκαλύψει το τι επιδιώκει, λέει ταυτόχρονα: «Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή η δυνατότητα για μια πολιτική ή εκλογική ενότητα με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας των σοβαρών προγραμματικών διαφορών μεταξύ των τριών δυνάμεων. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει την κοινή δράση μέσα στο μαζικό κίνημα για την ανατροπή της επίθεσης με συγκεκριμένους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης. Ούτε εμποδίζει, αντίθετα επιβάλλει την αυτοτέλεια της κάθε ξεχωριστής δύναμης.
Το ΚΚΕ μπορεί να προβάλει την προοπτική της "λαϊκής εξουσίας και οικονομίας". Ο ΣΥΡΙΖΑ, την "αριστερή προοδευτική κυβέρνηση". Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα προβάλει τη δική της προοπτική: την κοινωνική επανάσταση και τη νέου τύπου εργατική εξουσία προς το σοσιαλισμό και κομμουνισμό της εποχής μας».
Να λοιπόν και μια πρωτοτυπία. Να καλείς την εργατική τάξη με τις συνδικαλιστικές της οργανώσεις και τους συμμάχους της, με τις δικές τους συνδικαλιστικές οργανώσεις να ανατρέψουν την κυβέρνηση αλλά χωρίς πολιτική διέξοδο σε όφελός τους. Επειδή ακριβώς παραδέχεσαι ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινή στρατηγική. Εκτός πάλι και αν υπονοείται ότι η πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης θα αναδείξει μια κυβέρνηση αλλά με τους καπιταλιστές να συνεχίζουν να έχουν την ιδιοκτησία στα χέρια τους. Ετσι όμως ξεγελά την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, δηλαδή τους συμμάχους της, ότι μια τέτοια πολιτική συμφωνία είναι συμφέρουσα για τους ίδιους.
Καλεί λοιπόν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε πολιτική συμμαχία για το μαζικό κίνημα, στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Αλλά μέσα στο κίνημα, στις οργανώσεις του δρουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις καθεμιά με τις θέσεις της, την πολιτική της. Γιατί χρειάζεται πολιτική συνεργασία και μάλιστα «ενιαίο πολιτικό κέντρο», συγκροτημένο από ανομοιογενείς πολιτικά δυνάμεις ή πιο σωστά από δυνάμεις που η στρατηγική τους διαφέρει ριζικά, είναι αντίθετη, για να αναπτυχθεί, να αποφασίζει για τη δράση του;
Η αντιπαράθεση είναι υπαρκτή (αντικειμενικά, αφού συγκρούονται διαφορετικές γραμμές) και στόχος της πρέπει να είναι ο απεγκλωβισμός εργατικών συνειδήσεων από τη γραμμή του εργοδοτικού κυβερνητικού συνδικαλισμού, η χειραφέτηση από την αστική πολιτική, η καθολική εναντίωση στον ταξικό αντίπαλο που δεν είναι μόνο η κυβέρνηση, τα αστικά κόμματα, η ΕΕ κλπ. αλλά το ίδιο το κεφάλαιο πρώτ' απ' όλα. Στο οποίο π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εναντιώνεται.Η διαπάλη στο κίνημα δεν εμποδίζει τα συνδικάτα να αποφασίζουν κινητοποιήσεις χωρίς η κάθε συνδικαλιστική δύναμη να δεσμεύεται για το πλαίσιο με το οποίο θα απευθύνεται στους εργαζόμενους.Για παράδειγμα, καμιά πολιτική συμφωνία από τα πάνω δεν χρειάστηκε για να αποφασίσουν το ΕΚΑ και τα άλλα Εργατικά Κέντρα της Αττικής 24ωρη απεργία, με πρωτοβουλία του σωματείου εργαζομένων στην Ελληνική Χαλυβουργία. Όπως καμιά πολιτική συμφωνία δεν χρειάζεται για να αναπτυχθεί αγώνας για τις Συμβάσεις, για τους μισθούς κλπ.
Επίσης οι αντίθετες γραμμές πάλης δεν εμπόδισαν τη διοργάνωση πανεργατικών απεργιών, στις οποίες η κάθε δύναμη συμμετείχε με τη δική της πολιτική γραμμή, το δικό της πλαίσιο και μάλιστα σε αντιπαράθεση.
Το γεγονός ότι αυτό γίνεται κάτω από την πίεση των εργαζομένων και του ΠΑΜΕ, και ότι μέσω αυτής της πίεσης ορισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις, και η ΓΣΕΕ, υποχρεώνονται σήμερα σε κινητοποιήσεις, δεν αναιρεί, αλλά αντίθετα κάνει πιο επιτακτική την αναγκαιότητα της αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό τους και συνολικά στο εργατικό κίνημα, υπέρ των ταξικών δυνάμεων και των ίδιων των εργαζομένων.
Με την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δύο σημαντικά στρατηγικού χαρακτήρα προβλήματα για την ανάπτυξη του κινήματος προκύπτουν. Το πρώτο είναι η δημιουργία σύγχυσης στην εργατική τάξη από το κάλεσμα συσπείρωσης σε ένα πλαίσιο πάλης κοινό, υποτίθεται, ενώ την ίδια ώρα κάθε πολιτική δύναμη θα ζυμώνει τη δική της στρατηγική. Αλλά αυτή δεν είναι ενότητα. Το πλαίσιο πάλης στο κίνημα απορρέει από τη στρατηγική κάθε δύναμης και είναι οργανικά δεμένο μ' αυτήν.
Το δεύτερο που προκύπτει από το πρώτο είναι ότι αυτή ακριβώς η τακτική εμποδίζει την πολιτική ωρίμανση των συνειδήσεων των εργαζομένων, τη συγκέντρωση δυνάμεων για την εργατική εξουσία, την προετοιμασία τους για πάλη ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, την αποδέσμευση από την ΕΕ, τη μονομερή διαγραφή του χρέους και να πώς το κάνει: Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει «ανατροπή των μνημονίων, των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ», όχι όμως και της εξουσίας του κεφαλαίου, αποσπώντας την οικονομία από την πολιτική.
Η πρότασή της αυτή συνεπάγεται ότι μια άλλη κυβέρνηση και όχι μια άλλη εξουσία θα επιβάλει την ανατροπή των μνημονίων, όπως και την «παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ» όπως λέει. Για να γίνουν όμως αυτά, πρέπει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της να έχουν την εξουσία και την οικονομία στα δικά τους χέρια, αλλιώς κυνηγάνε χίμαιρες.
Επί της ουσίας, λένε στο λαό ότι είναι δυνατόν μια αστική κυβέρνηση να επιλέξει την έξοδο από την ΕΕ και την παύση πληρωμής του χρέους, κρύβοντας ότι ακόμα και αν το κάνει, κριτήριο θα είναι τα ιδιαίτερα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης και όχι του λαού, που θα συνεχίσει να κατρακυλά στην εξαθλίωση. Ακόμα και αν ήθελε να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική, δε θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει, στο βαθμό που δε βάζει ζήτημα κατάργησης των μονοπωλίων στην παραγωγή και κοινωνικοποίησής τους.
Αντ' αυτού, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει την «εθνικοποίηση - κρατικοποίηση όλων των τραπεζών και των μεγάλων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο», χωρίς και εδώ να λέει πώς θα γίνει αυτό δίχως να πετάξει το κεφάλαιο από το σύνολο της παραγωγής, ώστε να επιβάλει, όπως λέει, «ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή εργασία με αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, εισόδημα εργαζομένων και λαού σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου».
Αρα, μια άλλη κυβέρνηση διαχείρισης του καπιταλισμού. Τα ίδια περίπου προτείνει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ με εξαίρεση ότι λέει πως θα τα πραγματοποιήσει μέσα στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη.
Η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακυρώνει στην πράξη τη στρατηγική του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό. Εμποδίζει την εργατική τάξη να προσεγγίσει και να πραγματοποιήσει αυτό το στόχο, και ας μιλά με αντικαπιταλιστική φρασεολογία η ίδια.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις, προβάλλουν στόχους που βρίσκονται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτούς που παλεύει το ΚΚΕ (π.χ., παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ λέει ο ΣΥΡΙΖΑ) ή αποσπασματικά δοσμένες (έξοδο από την ΕΕ, αλλά με τα μονοπώλια ακλόνητα στην παραγωγή, λέει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει ως πολιτική λύση την αριστερή, αντιμνημονιακή, πατριωτική κλπ. κυβέρνηση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βάζει ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης, πολιτικούς στόχους εντός του συστήματος, (μιλά για μείωση κερδών π.χ. άρα με το κεφάλαιο στην ιδιοκτησία), αλλά κρύβει ποια κυβέρνηση ή εξουσία θα το κάνει. Προφανώς μια κυβέρνηση διαχείρισης, αυτό βγαίνει από τα συμφραζόμενα. Μόνο που όλ' αυτά εγκλωβίζουν την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στο σύστημα, τους υποτάσσουν στο κεφάλαιο και στην πολιτική του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου