ο ΚΚΕ στην ιστορία του, ταλαντώνεται ανάμεσα στο μίνιμουμ πρόγραμμα, που αυτοεγκλωβίζεται σε μεταρρυθμίσεις μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, και σε ένα πρόγραμμα που φαντάζει μάξιμουμ, που υπόσχεται και διεκδικεί ένα και μοναδικό αίτημα: «Την αντικατάσταση του καπιταλισμού από τη Λαϊκή Εξουσία - Οικονομία». Χωρίς μάλιστα αυτοκριτική, με διαρκώς δικαιούμενες αντιφάσκουσες γραμμές, ανάμεσα στον οπορτουνισμό και το σεκταρισμό.
Πολεμική του ΚΚΕ σε ΝΑΡ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ
ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στο σημερινό αχαλίνωτο καπιταλισμό, από τη μια οι βιομηχανικές και επιστημονικές δυνάμεις ξύπνησαν με τέτοιο τρόπο που καμιά περίοδος δεν μπορούσε να διανοηθεί και από την άλλη εμφανίζονται δείγματα υπεραντιδραστικότητας και παρακμής που παραπέμπουν σε μεσαιωνικού τύπου φρικαλεότητες. Η ιδιαίτερη κυρίως ιστορική θέση του σημερινού καπιταλισμού, το βάθος, η διάρκεια,
η έκταση της καπιταλιστικής κρίσης, η κανιβαλική πολιτική που τη συνοδεύουν, η πρωτοφανής πολιτική λαϊκή αποστοίχηση από την προωθούμενη πολιτική και τους φορείς της, συνιστούν επιπρόσθετους απαιτητικούς λόγους για να στοχαστεί η Αριστερά με αίσθημα αυτοκριτικής και αισιοδοξίας πάνω στα σύγχρονα θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα. Ώστε να προβάλει ένα τολμηρό, βαθύ, δεμένο με τις σημερινές συνθήκες, την εμπειρία, τις απαιτήσεις της επιστήμης, της επανάστασης και των άμεσων προβλημάτων, πολιτικό πρόγραμμα. Σ’ αυτήν ακριβώς την κρίσιμη φάση, όπου διασταυρώνονται τα πιο αμείλικτα καθημερινά ερωτήματα της στοιχειώδους επιβίωσης του λαού με τις μεγάλες επιδιώξεις, ερωτήματα και αναγκαιότητες της Iστορίας.
Το ΚΚΕ έχει εγκαινιάσει τελευταία μια μάταιη ως προς το σκοπό και βλαπτική ως προς το κίνημα και την Αριστερά πολεμική εναντίον του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ως εργαλείο χρησιμοποιεί έναν απαξιωτικό και περιφρονητικό λόγο: «Φορέας του οπορτουνισμού» είναι και οι «διάφορες γκρούπες, συχνά ετερόκλητες, που απαρτίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ» (Δ. Γόντικας, Ριζοσπάστης 21/12/10). Βάση της σκέψης του είναι η υπερβατική αντίληψη για το κόμμα. «Όλες οι θέσεις και προβλέψεις (του κόμματος) και σε θεωρητικό και πολιτικό - πρακτικό επίπεδο στα πιο φλέγοντα προβλήματα της εποχής μας δικαιώνονται από τις εξελίξεις» (όπου πριν). Πυρήνας της αντίληψης του, είναι η σωστή εκτίμηση ότι η αστική τάξη έχει κηρύξει πόλεμο ενάντια στα λαϊκά στρώματα με διάφορα μέτωπα. Με κύριο όμως, κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, το μέτωπο όχι ενάντια στην ίδια την εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα, αλλά «τον πόλεμο με το ΚΚΕ (...) αυτός κλιμακώνεται και είναι το κύριο μέτωπο». Στον πόλεμο αυτό, ιδιαίτερο και δοκιμασμένο όπλο είναι «η αξιοποίηση του οπορτουνιστικού ρεύματος (...)» φορέας του οποίου είναι το ΝΑΡ και το ΑΝΤΑΡΣΥΑ” (Ριζοσπάστης 14/11, 21/11, 28/11, 5/12/10). Για απόδειξη χρησιμοποιεί τοποθετήσεις του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κυρίως στα ζητήματα των άμεσων αντικαπιταλιστικών στόχων, αλλά και στα ζητήματα της εξουσίας. Επικαλείται επίσης τις θέσεις φιλικών προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κινήσεων και διανοουμένων, στους οποίους προσδίδει
–πρακτική που δεν χαρακτηρίζει μόνο το ΚΚΕ– χαρακτηριστικά και καθήκοντα κόμματος. Ας δούμε λοιπόν τα ζητήματα.
Oπως είναι γνωστό η τάση για σχετική ή απόλυτη εξαθλίωση του άμεσου παραγωγού, είναι o απόλυτος, γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης ο οποίος, όπως όλοι οι άλλοι, τροποποιείται μέσα στην πραγματική ζωή, χωρίς, στον καπιταλισμό, να παύει να ισχύει ως τάση. Ως την κατάργηση του όμως υπάρχουν τροποποιήσεις και τροποποιήσεις. Σήμερα, αποκτά κρίσιμη σημασία η επιδίωξη για επιβολή από την εργατική τάξη και των συμμάχων της, μιας αναστροφής της εκμετάλλευσης, εργατικής εξαθλίωσης και καπιταλιστικής κερδοφορίας υπέρ του εργατικού εισοδήματος. Ο αγώνας για την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου που βρισκόταν σε εξέλιξη πριν την κρίση, όχι μόνο δεν υποστέλλεται, αλλά οξύνεται στη διάρκειά της «για το ποια τάξη θα πρέπει να την πληρώσει». Με ποιοτικά διαφορετικούς όρους, ανάλογα αν η έξοδος θα γίνει στο έδαφος ή όχι της καπιταλιστικής πολιτικής κυριαρχίας, θα συνεχίζεται και μετά την έξοδο από αυτήν.
Θα εξελίσσεται δε παράλληλα με τον αγώνα που στοχεύει στη δημιουργία ρηγμάτων απέναντι στην καπιταλιστική κυριαρχία. Απέναντι στη διακυβέρνηση, διεθνοποίηση αλλά και ιδεολογική υπεροχή. Με την επιδίωξη απαγκίστρωσης της χώρας από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς. Την επιβολή, από το εργατικό κίνημα δικαιωμάτων του δικού του νόμου - «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Την παραδειγματική ανάδειξη και διεκδίκηση ενός άλλου πολιτισμού. Την ντε φάκτο αλλά και ντε γιούρε συγκρότηση, ανάδειξη και αναγνώριση των δικών του ανεξάρτητων οργάνων άσκησης εργατικής πολιτικής. Πρόκειται επομένως όχι για κάποιες νίκες, αλλά για νίκες που θα προωθούν υλικά τα εργατικά δικαιώματα, θα ενισχύουν την αυτοπεποίθηση των αγωνιζόμενων, θα κλονίζουν την αστική ηγεμονία. Θα αποτελούν κυρίως το μέτρο της αλλαγής των συσχετισμών προς τα αριστερά. Κατακτήσεις που θα επιβάλονται από το κίνημα στο έδαφος, ακόμη, της αστικής κυριαρχίας. Θα έχουν επομένως ασταθή, διαφιλονικούμενο και τελικά προσωρινό χαρακτήρα. Επιβαλλόμενες κατακτήσεις, οι οποίες θα βρίσκονται έξω από το συγκεκριμένο πλαίσιο της προωθούμενης πολιτικής, ανοχής αλλά και αδιατάρακτης εξέλιξης των νόμων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και κυριαρχίας. Και ταυτόχρονα θα βρίσκονται έξω ακόμη από τα αναγκαία κοινωνικά όρια της ολοκληρωμένης δικαίωσης και περισσότερο στέρεης κατοχύρωσης.
Η όξυνση όμως αυτής της αντίθεσης θα φέρνει στο προσκήνιο, υλικά, πραγματικά, από την ίδια την αγωνιζόμενη εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα, το μεγάλο ζήτημα και δίλημμα της επανάστασης ή αντεπανάστασης. Τη σύγκρουση ανάμεσα σε έναν ακόμα πιο καταστροφικό γύρο αντεπαναστατικής, αντιδημοκρατικής βαρβαρότητας ή σε μια ακόμα πιο αναγκαία και αποφασιστική επαναστατική έφοδο. Γιατί, μια τέτοια δυναμική «ισορροπία δυνάμεων», θα είναι προσωρινή και εύθραυστη. Εξάλλου ένα τέτοιο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα θα προωθείται με επίγνωση και δημόσια διακήρυξη πως στην ολότητα του δεν μπορεί να το εφαρμόσει μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Γιατί ολόκληρο το σημερινό πολιτικό σύστημα, το κοινοβούλιο και το κράτος, είναι μηχανισμοί πλήρως υποταγμένοι στο σύγχρονο επιχειρηματικό υπερκράτος, που είναι και ο βασικός συλλογικός μηχανισμός εκμετάλλευσης διαφθοράς, εξαγοράς και παρακμής.
Οι «μεταρρυθμιστές» ως γνωστόν σταματούν με θρησκευτική ευλάβεια στο κατώφλι των εμπορικών και βιομηχανικών «μυστικών των τραστ», αυτοπεριοριζόμενοι στο επιμέρους. Από την ίδια τους τη φύση συγκεντρώνουν την κύρια προσοχή τους στα ανώτατα στρώματα της εργατικής τάξης. Κινούνται εντός πολλαπλών κινημάτων μηδέποτε επιδιώκοντας τη συνειδητή συνένωση τους σε ένα ενιαίο ανατρεπτικό κίνημα. Αυτοπεριορίζονται σε μια μεταρρυθμιστική στρατηγική εναλλακτικών κυβερνητικών προτάσεων. Αρέσκονται στη «θεσμική λειτουργία» του εργατικού κινήματος, δηλαδή στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς (κοινοβούλιο, ΕΕ, ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ). Οι δε φορείς σεχταριστικών αντιλήψεων αυτοπεριχαρακώνονται στο όνομα μιας ανέξοδης «επαναστατικής λογοκοπίας». Ανακαλύπτουν παντού αντιπάλους. Σπέρνουν οι ίδιοι την καχυποψία και τον εσωτερικό διχασμό. Καθώς μάλιστα αποκτούν ένα αίσθημα μιας αόριστης μόνιμης απειλής από «τον άλλο», το διαφορετικό, βυθίζονται μέχρι το λαιμό σε μηχανορραφίες για να αντιμετωπίσουν την απειλή.
Το ΚΚΕ στην ιστορία του, ταλαντώνεται ανάμεσα στο μίνιμουμ πρόγραμμα, που αυτοεγκλωβίζεται σε μεταρρυθμίσεις μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, και σε ένα πρόγραμμα που φαντάζει μάξιμουμ, που υπόσχεται και διεκδικεί ένα και μοναδικό αίτημα: «Την αντικατάσταση του καπιταλισμού από τη λαϊκή εξουσία οικονομία». Δηλαδή ένα πρόγραμμα με τα αντικαπιταλιστικά αιτήματα, πλην της άλλης, θολής μάλιστα, κοινωνίας, ως αιτήματα ζύμωσης, αφού όπως ισχυρίζονται αυτά είναι αδύνατον να επιβληθούν από το κίνημα εντός του καπιταλισμού. Ταλαντώνεται, χωρίς αυτοκριτική, με διαρκώς δικαιούμενες αντιφάσκουσες γραμμές, ανάμεσα στον οπορτουνισμό και το σεκταρισμό. Πιο ορατά από την περίοδο κυρίως του 11ου συνέδριου και μετά, παρέθετε ένα σύνολο αιτημάτων κατά θέμα και κατά κίνημα ατάκτως ερριμμένα ή ορθότερα επιμελώς τακτοποιημένα και υποταγμένα στον «άμεσο πολιτικό στόχο της δημοκρατικής διεξόδου», της «δημοκρατικής προοδευτικής στροφής στη χώρα». «Δημοκρατικής στροφής» που θα άνοιγε το δρόμο για την «πραγματική αλλαγή» που θα προωθούσε μια «δημοκρατική κυβέρνηση» στηριγμένη στο λαό και η οποία «πραγματική αλλαγή» θα άνοιγε με τη σειρά της το δρόμο προς το σοσιαλισμό (11ο συνέδριο, Δεκέμβρης 1982). Θέσεις και αιτήματα σε μικρές μπροσούρες που προετοίμαζαν το έδαφος του πολιτικού στόχου «της δημοκρατικής στροφής», δηλαδή «των υπεύθυνων κυβερνητικών λύσεων», του υπό σχηματισμού ακόμα ενιαίου συνασπισμού παραθέτοντας καμιά εκατοστή αιτήματα - θέσεις επίδοξου κυβερνήτη. Από «για τη λειτουργία της δημόσιας και ιδιωτικής τηλεόρασης», «για το ρόλο των αριστερών στις διοικήσεις των ΔΕΚΟ» ως το «να προστατευθεί η εσωτερική αγορά», «να ενισχυθεί ο ρόλος της Βουλής», τη «βελτίωση της ζωής του Λαού», «την απαλλαγή από τα δεσμά της ΕΟΚ» ως την “έξοδο από το ΝΑΤΟ” (11ο Συνέδριο, έκδοση ΚΕ ΚΚΕ).
Αυτά τότε. Τώρα, χωρίς αυτοκριτική, με όπλο την αιώνια δικαίωση, εμφορούμενο από μια βαθύτατα σεχταριστική και απομονωτική λογική και πρακτική, κυριαρχείται –η ηγεσία του– από την αντίληψη ότι το κίνημα δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε συνολική πολιτική πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής καταφέροντας καίρια πλήγματα σε βάρος της. Στην ουσία απορρίπτει τη διαλεκτική σχέση της επαναστατικής τακτικής με τη στρατηγική και γι’ αυτό αντιμετωπίζει τους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης, που πηγάζουν από την άμεση αναγκαιότητα των εργατικών συμφερόντων ως στόχους «ανέφικτους λόγω αρνητικών συσχετισμών» και απραγματοποίητους, σχετικά και ανολοκλήρωτα, χωρίς την κατάληψη της εξουσίας. Αντ’ αυτού, υποτάσσει το κίνημα στο «κάτι τις μπορεί να κερδίσει σήμερα» με τους αγώνες και δραπετεύει από το σκληρό παρόν διά του άμεσου στόχου της Λαϊκής Εξουσίας και Λαϊκής Οικονομίας –έννοιες που επιδέχονται πολλαπλές και κατά το δοκούν ερμηνείες– τον οποίο προβάλλει πλέον διακηρυκτικά. Παραβλέποντας το αυτονόητο, πως δηλαδή ένα κίνημα που περιορίζεται στο «κάτι μπορεί να κερδίσει» δεν είναι δυνατόν να στοχεύσει και επιβάλλει έστω τη Λαϊκή Εξουσία. Συνέπεια των παραπάνω είναι να μετατρέπει, ανεξάρτητα προθέσεων και διακηρύξεων, τα κεντρικά κυρίως αιτήματα σε αιτήματα ζύμωσης: Όταν λέμε «ανυπακοή κι απειθαρχία» είναι ένα σύνθημα ζύμωσης της θέσης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, (...) είναι ένα σύνθημα και αίτημα πάλης και προς την κυβέρνηση!» (Α. Παπαρήγα, 11/11/2008). Να συσκοτίζει και περιορίζει το ρόλο και την αξία της συλλογικής εργατικής βίας, με ακρότατο τη μετατροπή των συλλαλητηρίων σε περιπάτους: «Δεν μπορεί να υπάρξουν μορφές πάλης που απαγορεύονται. Αυτό όμως που μπορεί να υπάρξει είναι ο πραγματικά περιφρουρημένος αγώνας. Με την πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι» (Α. Παπαρήγα, Βουλή 21/12/08). Να υποκαθιστά τους συντονισμένους πανεργατικούς -παλλαϊκούς αγώνες διά του συντονισμού των σχημάτων που ελέγχει το ίδιο (ΠΑΜΕ, ΠΑΣΥ, ΜΑΣ κ.λπ.). Να κατηγορεί το ΝΑΡ και το ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως «δεξιό οπορτουνιστικό συνονθύλευμα» εξαιτίας των αιτημάτων για τη διαγραφή του δημόσιου χρέους, την κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση του τραπεζικού συστήματος με εγγύηση των καταθέσεων, την αποχώρηση από το ευρώ, την ευρωζώνη, με στόχο την έξοδο και αντικαπιταλιστική διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την αποφασιστική αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων, την προστασία των ανέργων, την απαγόρευση των απολύσεων! Αιτήματα που δίνουν νόημα και υλικό περιεχόμενο στον κοινό στόχο «την κρίση να πληρώσουν οι καπιταλιστές», αυτοί οι μοναδικά ένοχοι. Και τελικά απέναντι στη φρίκη της προωθούμενης πολιτικής της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, ΕΕ, ΔΝΤ, να οδηγεί στην αποσυσπείρωση αντί της συσπείρωσης ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, στην αντιπαλότητα προς ό,τι κινείται αριστερά του, στην ανύψωση τείχους απέναντι σε διεργασίες που δεν ελέγχει απόλυτα.
«Τα κομμουνιστικά κόμματα», σημειώνει όμως η απόφαση της Τρίτης Διεθνούς στο τρίτο συνέδριο το 1921, «δεν προτείνουν μινιμαλιστικά προγράμματα για να ενδυναμώσουν και να βελτιώσουν την τρεκλίζουσα δομή του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυτής της δομής παραμένει ο βασικός τους στόχος και η άμεση αποστολή τους. Αλλά για να εκπληρώσουν την αποστολή αυτή, τα κομμουνιστικά κόμματα θα πρέπει να προτάσσουν αιτήματα των οποίων η ικανοποίηση αποτελεί την άμεση και επείγουσα ανάγκη της εργατικής τάξης, και πρέπει να αγωνιστούν για αυτά τα αιτήματα με μαζικό αγώνα, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατά ή όχι με την οικονομία της κερδοφορίας της καπιταλιστικής τάξης...».
Μια «γενική ιδέα» για την εξουσία
Ως προς το ζήτημα της εξουσίας, το ΚΚΕ θέτει ως «άμεσο πολιτικό καθήκον, την οικοδόμηση του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου και την ισχυροποίηση του Κόμματος». Ενός μετώπου που χαρακτηρίζεται από πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική ανομοιογένεια, αλλά γενικά κοινούς βασικούς στόχους. «Στις γραμμές του ΑΑΔΜ συμπαρατάσσονται κοινωνικές ομάδες, παράγοντες, και πολιτικές δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης που θέλουν να δράσουν σε αντίθεση με τις επιλογές των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού» (Απόφαση 16ου συνεδρίου 20/12/2000). Αυτές οι ομάδες και πατριώτες, και ιστορικά, η ομάδα για παράδειγμα του Σβώλου και του Τσιριμώκου στο ΕΑΜ, και πρόσφατα, το ΔΗΚΚΙ, το ΚΟΔΗΣΟ, ο διοικητής της Ολυμπιακής Φίλιας, ο τραπεζιτικός Α. Πεπελάσης και οι αποκλειστικά εκ δεξιών του τόσοι άλλοι συνεργαζόμενοι, ήταν σύμφωνα με τον πολιτισμό της κριτικής του Δ. Γόντικα «ετερόκλητες γκρούπες» ή σύμμαχοι για τον κοινό σκοπό, ο οποίος κυρίως κρίνεται; Το ΚΚΕ, το δικαίωμα για τους αναγκαίους συμβιβασμούς το διατηρεί μόνο για τον εαυτό του: «Το ΑΑΔΜ θα αξιοποιεί σε όλη τη δράση του το στοιχείο των συμβιβασμών, αρκεί αυτοί να μην μπαίνουν εμπόδιο στη δυναμική των εξελίξεων» (ό.π.). Συγκροτείται δε με στόχο τη Λαϊκή Εξουσία, Λαϊκή Οικονομία, αλλά όχι με στόχο κατ’ ανάγκη το σοσιαλισμό, παρόλο που «το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι λαϊκή εξουσία είναι η σοσιαλιστική εξουσία. Δεν θεωρούμε όμως αυτή τη θέση ως όρο για τη συγκρότηση του Μετώπου, αφού αυτό δεν θα συγκροτηθεί στη βάση της συμφωνίας για το σοσιαλισμό. Η κάθε δύναμη του Μετώπου θα διατηρεί τη δική της αντίληψη για το χαρακτήρα της εξουσίας» (ό.π.). Τότε όμως ποιος είναι ο στόχος δημιουργίας του; «Το Μέτωπο από την αρχή της συγκρότησής του πρέπει να προβάλει μια γενική ιδέα για το πρόβλημα της εξουσίας». Το ΚΚΕ επιχειρεί δηλαδή τη δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου στο οποίο η κάθε δύναμη του θα διατηρεί τη δική της αντίληψη για το χαρακτήρα της εξουσίας, με άμεσο στόχο την προβολή μιας γενικής ιδέας (!!!) γι’ αυτήν. Το ίδιο θα υποστηρίζει πως η Λαϊκή Εξουσία θα είναι σοσιαλιστική, το δε μέτωπο όχι κατ’ ανάγκη. Συγκροτείται όμως με στόχο τη Λαϊκή Οικονομία που θα είναι κατά το ΚΚΕ κατά βάση σοσιαλιστική!
ΜΕΤΩΠΟ ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΜΕ ΟΛΑ
Αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση με βάση το κοινοβούλιο
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΕΚΦΥΛΙΣΜΟ
Αυτό το πολιτικό μέτωπο που «ταιριάζει με όλα», αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Εξού και τα πολλά επίθετα (αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό, δημοκρατικό) ώστε ανάλογα σε πιο επίθετο πέφτει ο τόνος να προσαρμόζεται ο πολιτικός στόχος και τούμπαλιν. Η κατάληξη αναπόφευκτη: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς –σ.σ. καλή ώρα όπως σήμερα– της επιρροής των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, και ενώ δε θα έχουν διαμορφωθεί όροι για ριζική κοινωνική ανατροπή και επαναστατικό πέρασμα, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το Κοινοβούλιο. Το Μέτωπο πρέπει να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα, να ελέγχει την κυβέρνηση, να στηρίζει τις πολιτικές επιλογές της υπέρ των λαϊκών συμφερόντων». (16° Συνέδριο) Αυτές οι προγραμματικές θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ, που βασίζονται στις «ατσάλινες» προσεγγίσεις της δεκαετίας του '70, έχουν δοκιμαστεί σε διάφορες μικροπαραλλαγές επί της ουσίας και έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο. Η ίδια η κρίση σπρώχνει με επιταχυνόμενους όρους την εργατική τάξη στο πρόβλημα της οικονομίας, στο κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή στο ζήτημα της εκμετάλλευσης αλλά και στο ποιος, ποιον και για ποιο σκοπό, δηλαδή στην καρδιά της εργατικής ή μη πολιτικής. Με όλους τους φόβους, τις αυταπάτες, τις μάταιες ελπίδες ανάθεσης της λύσης ακόμη και σε κόκκινους φωστήρες. Αλλά και την επίγνωση κατά βάθος πως μόνο η ίδια και ο εργαζόμενος λαός, με τις από αυτόν ελεγχόμενες πρωτοπορίες, μπορεί να οδηγήσουν τα πράγματα αλλού. Θέτει επομένως στη συζήτηση, το ζήτημα του χαρακτήρα της ανατροπής και των άμεσων αντικαπιταλιστικών αιτημάτων, της εργατικής εξουσίας. Ιστορικά, σε ανάλογες κρίσεις, όταν η Αριστερά άφοβα διείσδυσε στις κοινωνικές εξελίξεις και τολμηρά επαναδιατύπωσε καινοτόμα εργατικά προγράμματα (1873-1895) ενέπνευσε, γονιμοποίησε και προσανατόλισε το κίνημα. Αντίθετα, όταν κούρνιαζε στο «προϋπάρχον» (κρίση του 1929-’33) το κίνημα και οι λαοί το πλήρωσαν και χρειάστηκαν αμέτρητος κόπος και αναρίθμητες θυσίες για να βγουν από το βυθό. Το πολιτικό πρόγραμμα της Αριστεράς του νέου αιώνα, η σύγχρονη κομμουνιστική εργατική πολιτική, φαντάζει πως γράφεται –και γράφεται– από επαναστάτες διανοούμενους στα γραφεία. Στην πραγματικότητα όμως γράφεται καθημερινά, από τις συνειδήσεις και συλλογικές δράσεις των αγωνιστών κάθε ηλικίας και χρώματος, εδώ, στα πεδία των κοινωνικών αναμετρήσεων και τολμηρών αναζητήσεων για την απόκρουση της σύγχρονης καπιταλιστικής φρίκης. Και ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό, η κοινή δράση των διαφορετικών ρευμάτων της υπάρχουσας Αριστεράς, όχι μόνο δεν είναι «κάλπικο σύνθημα» αλλά είναι πολλαπλά αναγκαία. Κοινή δράση που θα συνοδεύεται από τη μετασχηματιστική εργατική κριτική. Κριτική που είναι μέρος της πραγματικότητας και ταυτόχρονα υπέρβαση της, αφού αυτήν επιχειρεί να αλλάξει. Κριτική και αυτοκριτική που αφήνουν πίσω τους τον εκφυλισμό, στον οποίο και οι δυο περιέπεσαν ακολουθώντας την πορεία των χρεοκοπημένων και εξαφανισθέντων κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης και της Ανατολής. Σ’ αυτήν την κριτική δεν θα έχουν θέση χαρακτηρισμοί - δηλητήριο, όπως «ΕΚΟΦίτες» (ανακοίνωση ΚΝΕ 18/12/10), «κολαούζοι της κυβέρνησης» (ανακοίνωση από κατειλημμένες –από ΠΑΜΕ– μεγαφωνικές εγκαταστάσεις του Δήμου Πάτρας) κ.ά. Δεν θα χαρακτηρίζονται παράφρονες («Ο Γ. Ρούσσης με όσα γράφει στην ΚΕ αποδεικνύει το πόσο σωστό είναι το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη», Ριζοσπάστης 11/1/11) δοκιμασμένοι κομμουνιστές αγωνιστές που ασκούν κριτική. Σεμνά και αυτοκριτικά θα επιστρέφει και στα χρόνια της παγκόσμιας δυσφήμισης της Αριστεράς, στην εποχή των οικουμενικών συγκυβερνήσεων με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, στις τότε αλλεπάλληλες «ιστορικές» κοινές χρεοκοπημένες πλέον αποφάσεις Παπαρήγα - Ανδρουλάκη, Γόντικα - Δαμανάκη. Με μοναδικό στόχο και ευγενικό σκοπό την εργατική υπέρβαση και ανταπόκριση της Αριστεράς στις εκρηκτικές ανάγκες της νέας εποχής.
εφημερίδα ΠΡΙΝ, 16.01.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου